νηστικάτα

νηστικάτα
επίρρ. χωρίς φαγητό («πίνει ένα ποτήρι κρασί νηστικάτα»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < νηστικός + επιρρμ. κατάλ. -άτα μέσω ενός *νηστικάτος (πρβλ. σταρ-άτα, τσεκουρ-άτα)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • νηστικάτα — επίρρ., χωρίς προηγουμένως να φάει κανείς: Μην καπνίζεις νηστικάτα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”